Η βυζαντινή ορθόδοξη αγιογραφία δεν είναι απλά μια "τέχνη", είναι ιερή τέχνη.
Δεν είναι "ζωγραφική", είναι θεολογία.
Δεν είναι "καλλιτεχνική έκφραση", είναι προσδοκία σωτηρίας.
Δεν είναι "στολίδι", είναι συνάντηση με το θείο.
Δεν είναι "φωτογραφία", είναι "εις Χριστόν παιδαγωγία".
Δεν είναι "αντικείμενο", είναι ιερό σκεύος.
Δεν είναι "υλική αξία", είναι υπέρβαση.
Δεν είναι "συλλεκτικό είδος", είναι παρηγοριά, παραμυθία και ανάπαυση των Ορθοδόξων Χριστιανών κοντά στον Τριαδικό Θεό
   
 

 

 

Newsletter

   
 
   
  Βρείτε μας στο Faceboock
 
 
Πάτερ Παΐσιος
 
  Φώτης Κόντογλου
  http://www.rodosillektis.com/athos/icones/doxiariou.jpg
  Ψαλμοί από youtube
 
  Ραδιοφωνικός σταθμός Εκκλησίας της Ελλάδος
 
  Πειραϊκή Εκκλησία
 
   
   
   

ΤΟ ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ

Αθανάσιος ο Αθωνίτης

Περί το 960 μια εκτεταμένη μεταρρύθμιση εισήχθη από τον Πόντιο μοναχό Αθανάσιο τον Τραπεζούντιο, που αργότερα έγινε γνωστός ως Όσιος Αθανάσιος ο Αθωνίτης. Με συντρόφους του από τη Μικρά Ασία και με τη βοήθεια του αυτοκράτορα Νικηφόρου Φωκά, του οποίου ήταν φίλος και εξομολογητής, ίδρυσε τη Μονή Μεγίστης Λαύρας, όπου επέτυχε να φθάσει τη μοναστική ζωή σε υψηλό βαθμό τελειότητας. Η μεταρρύθμιση που απέληξε στο μοναστικό τυπικό του Αγίου Αθανασίου έγινε αποδεκτή ως πρότυπο. Οι οπαδοί του αυστηρού μοναστικού βίου με επικεφαλής τον Παύλο τον Ξηροποταμίτη αντέδρασαν στις καινοτομίες του Αθανασίου και ζήτησαν παρέμβαση του αυτοκράτορα Ιωάννη Τσιμισκή.

Τη σύγκρουση των δύο αντιθέτων ρευμάτων ρύθμισε ο πρώτος Καταστατικός Χάρτης του Αγίου Όρους, που συνέταξε ο Αθανάσιος και επικύρωσε με την υπογραφή του ο Τσιμισκής. Είναι ο λεγόμενος «Τράγος» (δηλαδή περγαμηνή από δέρμα τράγου), που φυλάσσεται στις Καρυές και αποτελεί το σημαντικότερο κειμήλιο της Αθωνικής Πολιτείας. Με τη βοήθεια της αυτοκρατορικής αρχής του Ιωάννη Τσιμισκή (969 - 976) οι αντιθέσεις μεταξύ των μοναχών τέθηκαν κατά μέρος και η κοινοβιακή ή κοινοτική ζωή διαδόθηκε στους ερημίτες που ζούσαν διασκορπισμένοι στις κοιλάδες και τα δάση.

Ο Αθανάσιος έγινε γενικός αββάς ή Πρώτος των πενήντα οκτώ μοναστικών κοινοτήτων του Όρους και δίκαια χαρακτηρίστηκε ως ο κύριος ιδρυτής του "κοινοβιακού μοναχισμού" του Αγίου Όρους. Από αυτήν την περίοδο χρονολογούνται οι Μονές των Ιβήρων, Βατοπεδίου, Εσφιγμένου και Ζυγού.

 

Βυζαντινή περίοδος ακμής

Με τη βοήθεια του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, το 1046, ο Κωνσταντίνος ο Μονομάχος (1042 – 1054) ρύθμισε την εσωτερική διακυβέρνηση των μοναστηριών, τη διαχείριση των ακινήτων τους και την εμπορική δραστηριότητά τους. Από το αυτοκρατορικό έγγραφο (Δεύτερο Τυπικόν) που εξέδωσε, απαγορεύεται η είσοδος γυναικών στη χερσόνησο, μια απαγόρευση τόσο αυστηρή, ώστε από τότε ακόμη και ο Τούρκος Αγάς ή ο ανώτερος υπάλληλος, που κατοικούσαν στις Καρυές, δεν έπαιρναν μαζί τους το χαρέμι τους.

Γύρω στο 1100 η Μεγίστη Λαύρα είχε 800 μοναχούς και σε όλο τον Άθωνα υπήρχαν 180 μοναστήρια. Αυτή την περίοδο μπήκε σε γενική χρήση ο όρος «Άγιον Όρος». Ο Αλέξιος Κομνηνός απάλλαξε τα μοναστήρια από τη φορολογία, τα ελευθέρωσε από την υποταγή στον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως και τα τοποθέτησε κάτω από την άμεση προστασία του. Εξαρτήθηκαν, εντούτοις, από το γειτονικό επίσκοπο Ιερισσού για τη χειροτονία των ιερέων και των διακόνων τους.

Οι Σλάβοι επεδίωξαν να γίνουν αποδεκτοί στις νέες Μονές και σε λίγο οι πρίγκιπές τους στη βαλκανική χερσόνησο ίδρυσαν ανεξάρτητα «καθίσματα» για τους Σλάβους μοναχούς. Κατ' αυτό τον τρόπο προέκυψαν κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Αλεξίου Α' (1081 - 1118) τα καθαρά σλαβικά μοναστήρια του Χιλιανδαρίου και του Ζωγράφου. Οι βυζαντινοί αυτοκράτορες δεν έπαψαν ποτέ να φανερώνουν το ενδιαφέρον τους για τη μικρή μοναστική πολιτεία και ωφελήθηκαν ακόμη και πολιτικά από την καθολική εκτίμηση που η θρησκευτική αδελφότητα απολάμβανε σε όλο το Χριστιανικό κόσμο.

 

Λατινική κυριαρχία

Έναν αιώνα αργότερα, μετά την πρώτη Άλωση της Κωνσταντινούπολης (1204), οι Λατίνοι Σταυροφόροι κακομεταχειρίστηκαν τους μοναχούς και προέβησαν σε καταστροφές των Μονών. Οι μοναχοί απευθύνθηκαν στον Πάπα Ιννοκέντιο Γ’, ο οποίος τους πήρε υπό την προστασία του και στις επιστολές του (ΧΙΙΙ, 40 XVI, 168) αποτίει φόρο τιμής στις μοναστικές αρετές τους. Εντούτοις, με την αποκατάσταση της βυζαντινής πολιτικής κυριαρχίας οι μοναχοί επέστρεψαν (1313) στην κανονική εξάρτησή τους από το Οικουμενικό Πατριαρχείο.